- τουρκόσπορος
- ο бран. турецкое племя, семя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τουρκόσπορος — ο, Ν (ως υβριστ. χαρακτηρισμός) αυτός που έχει πατέρα Τούρκο και μητέρα χριστιανή, νόθο παιδί Τούρκου και χριστιανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + σπόρος] … Dictionary of Greek
τουρκόπιασμα — το, Ν τουρκόσπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + πιάσμα (< πιάνω)] … Dictionary of Greek
τουρκόσπερμα — το, Ν τουρκόσπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + σπέρμα] … Dictionary of Greek